μελῳδήματα

μελῳδήματα
μελῴδημα
melodic interval
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • μαθηματάριο(ν) — το (βυζ. μουσ.) 1. το τμήμα τής εκκλησιαστικής μουσικής σειράς που περιλαμβάνει έντεχνα αργά μελωδήματα με παραχορδές, αναγραμματισμούς και στο τέλος κράτημα 2. το βιβλίο που περιέχει αυτά τα μελωδήματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μάθημα. Η λ. μαρτυρείται από …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”